-
1 παραλλασσω
атт. παραλλάττω1) переменять, изменять(ὀλίγα Her.; μίαν συλλαβήν Aeschin.)
2) подменивать (одно другим), смешивать, спутывать(τὰ σημεῖα τῶν αἰσθήσεων Plat.)
3) приводить в смятение, нарушать, извращать(φρένας χρηστάς Soph.)
παρηλλαγμένος Polyb., Diod., Plut. — необычный, небывалый, странный;διὰ νόσον παραλλάξας Plat. — лишившийся рассудка из-за болезни4) проходить, пересекать, миновать(ἐνέδραν Xen.; τὸ χωρίον Dem.; τέν παιδικέν ἡλικίαν π. Plut.)
ἑξήκοντα ἔτη παραλλάττων Plut. — перешедший шестидесятилетний возраст5) обгонять, опережать, превосходить(τῷ τάχει τὰ ἄστρα Arst.; πάντας τῇ τόλμῃ Plut.)
6) обходить, избегать(τινά Plut.)
π. τὸ πάθος Plut. — избежать болезни7) отходить, отклоняться, отделятьсяὀλίγον π. τῆς χώρης Her. — разделяться узкой полоской земли;
π. τῶν δικαίων Plat. — идти вразрез с нормами справедливости8) отличаться, различаться, разниться(π. τινός Her., Plut.; ὀλίγον Her.)
οὔ τι σμικρὸν παραλλάττει, οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως Plat. — немалая разница, так (это) обстоит или иначе9) бить мимо, промахиваться(τοῦ σκοποῦ Plat.)
10) упускать(τὸ συμφέρον Plut.)
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
Μαχ, Ερνστ — (Ernst Mach, Τουράνι, Μοραβία 1838 – Χάαρ, Βαυαρία 1916). Αυστριακός φιλόσοφος και φυσικός, ιδρυτής του εμπειριοκριτικισμού (βλ. λ.). Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 1864 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής φυσικής και φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
Αινησίδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος από την Κνωσό (1ος; αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έθεσε ως σκοπό του να επαναφέρει τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό, που τότε είχε μεταμορφωθεί σε εκλεκτισμό από τον Φίλωνα τον Λαρισαίο και τον Αντίοχο… … Dictionary of Greek
παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… … Dictionary of Greek
Κολέτ, Γκαμπριέλ Σιντονί — (Gabrielle Synthonie Colette, Σεντ Σοβέρ αν Πιϊζέ 1873 – Παρίσι 1954). Γαλλίδα συγγραφέας. Την περίοδο 1900 3 δημοσίευσε μια σειρά μυθιστορημάτων σε συνεργασία με τον πρώτο της σύζυγο, τον συγγραφέα Βιλί (Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ). Τα βιβλία αυτά, τα… … Dictionary of Greek